Picture of Dimitris Armaos
με της καρδιάς ήσυχη αντάρα...
  • Viaies Entyposeis collection cover
  • Cover poetry collection 1
  • Cover poetry collection 2
  • Αρχική
  • Ποίηση
  • Μελετήματα
  • Επιμέλεια
  • Αρχείο
    • Χειρόγραφα
    • Συνεντεύξεις
    • Κείμενα άλλων
    • Αναγνώσεις
    • Φωτογραφίες
    • Χειρόγραφα
    • Συνεντεύξεις
    • Κείμενα άλλων
    • Αναγνώσεις
    • Φωτογραφίες
  • ΣΥΝΟΨΗ

    Μίλησε γλώσσα!



    ΟΥΤΕ ἡ τύχη οὔτε ἡ εὐπείθεια οὔτε ἡ γραφομανία ἦταν γεννήτορές τους (καὶ μοναχὰ γι᾿ αὐτὸ φιλέρημα)   μήτε κι ὁ νέος ποὺ τά ᾿γραψε εἶναι πιά   δόξασοι ὁ θέος
    Ἀφοσιωμένος ἀπαρχῆς στ᾿ ἀρχέτυπά τους ἐπὶ χρόνια ἔλεε μάχονταν τὴν παγκόσμια ἀράχνη   ὅποτε συνειδητοποιοῦσε ὅτι ἔχανε τὴν ἀπαιτούμενη σοφία πίστη κι ἀγάπη βαλνόταν στὴ συσσώρευση ἐκείνου ποὺ δὲν εἶχε κιόλας σπαταληθεῖ μέσα στὸ νόθο πράμα τὸ πολύ   κι ὅσο τὰ ὄνειρά του ἀρδεύονταν ἀπ᾿ τὴν εὐδία τῶν ἀζημίωτων πηγῶν ἐξαγόραζε τὶς ἀπώλειες μὲ στίχους   ἔτσι συνολικὰ ὀνομάζονται ἀπολιθώματα τοῦ ὑπερθεάματος ποὺ ὅλοι θρηνοῦμε
    Τὸν συμβιβαστικό τους αὐτουργό (τόσο στὸν ὀρθολογισμὸ παγιδευμένον ὅσο σὲ ἰσορροπίες ἐχθροπαθή   κι ἐφιαλτικὰ ταυτόχρονα μουσόληπτο) ἀνέκαθεν συνήρπαζε (τὸν ἀποσποῦσε ἀπὸ τὴν ἀχιλιὰ τοῦ ἐνταῦθα) μιὰ γνώση ἀκληρονόμητη γιὰ τὴ μυθολογία τῶν ἀνθρωπίνων πόθων   κι ἂν ἤξερε ἀπ᾿ τοὺς πόθους του μὲ τέχνη νὰ ξεφεύγει ὡστόσο λύγισε   (στ᾿ ἀλήθεια ἡ αὐτοκαταστροφὴ δουλεύει ἀόρατα   δυνάμεως παρὰ φύσιν ἔκτρωμα κι αὐτή)   πιότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ὁ ἴδιος μολαταῦτα βασανίστηκε μὲ τὶς κοινὲς δηώσεις τῆς εἰρήνης ἔδεσε στὸν τροχὸ πολλούς του προσφιλεῖς   οἱ τύψεις δὲν ὠφέλησαν ποτέ (πόσο πονάει μιὰ πιρουνιὰ τὸ πρόσκαιρο σαρκίο;)   γιὰ κείνους πάλι ποὺ τὸν πίκραναν   ὄντας οἱ κακοαγαπημένοι του   κάποτε πάρθηκεν ἡ ἀθέλητη ἐκδίκηση τῆς ἠθικῆς ὑπνολαλίας (πόσο κακὸ νὰ κάνεις σ᾿ ὅποιον δὲ θανάτωσες ἀπάνω στὴ σκηνή;)   ὁπότε κάμποσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς-ἐδῶ τοὺς στίχους ὠφελήθηκαν χάνοντας κάθε ἐπικαιρότητα ἢ ἔννοια πρόκλησης   κι ὅ,τι ἡ μορφή τους ἔδειχνε ἀποτρόπαιο μιὰ φορά ἀνυπόφορο κι ἐπάρατο γίνηκε τώρα κάτι οἰκεῖο εὔπλαστη ὕλη δεδομένο ροῦχο ποὺ δὲ μᾶς κακοφαίνεται ὅπως στὴν ἀρχή καὶ ἡ ἄποψή τους γιὰ τὸν κόσμο ἐχθροὺς δὲ βρίσκει φυσικά (ἀπληστία ἐννοῶ καὶ ἰδιωτία)   τί νὰ εὐχηθεῖς δὲν ξέρεις   τὸ ἄγριο παρὸν μὲ τὸ σαράκι ποὺ σὲ τρώει;   γιά τὸν αὐριανὸ ἐναγκαλισμὸ ποὺ δυναμώνει μὲ τὴν ἀποχύμωση   τὸ ἀφράτο χῶμα ὅπου μεμιὰ κατέβηκε ἡ ἰκμάδα σου;   νὰ βρέχει ὅμως νὰ βρέχει πάνω στ᾿ ἄγονα χωράφια ἀδιάπαυστα ἀδιακρίτως σιγανὰ καὶ συνεχόμενα γιατὶ ἔχοντας ἀλλάξει ὅλο τὸ μέσα ἀπ᾿ τὴ μὴ-πρόσκαιρη εὐτυχία ἰδού ποὺ συνθηκολογήσαμε ὁμοθυμαδὸν μὲ τὴν ἀξιοθρήνητη κακομοιριὰ τῶν ἄλλων   φτάνει νὰ μὴν ξέρουμε — τίποτα κρυφό μελοδραματικὴ ὠρυγή μου!
    Ας περιδιαβαστοῦν λοιπὸν ὡσὰν ἐκθέματα μουσείου ποὺ ἀποκαλύπτονται μονάχα σὲ μυημένους ἂν πάντως κάποτε ἀναζητηθοῦν οἱ ἀφετηρίες τῶν ἀγγελικῶν διαδρομῶν (ὣς τὰ ἔγκατα) πονήματα καθὼς τὰ ἐνλόγω μᾶλλον δὲ θά ᾿ν᾿ τελείως ἀδιάφορα στὸν οἰστρηλατημένο ἀνθρωποδίφη   οἱ βίαιες ἐντυπώσεις ἀπ᾿ τὴ βασιλεία τῶν προβατόσχημων κρατοῦν μιὰ θέση (ἐλάχιστα ὑλική) στὸ χρονικὸ τῆς ἀγωνίας ἔπειτα οἱ φίλοι πού ᾿χουνε δεῖ ὅλες τὶς κοψιές   καὶ σιωπηλοὶ ἀλλὰ μὲ συμπόνια ὑπέφεραν βασταγερὴ τὶς οἰμωγὲς τὶς ἀναρίθμητες ἢ ἑνώσανε μαστιγωμένοι τὶς δικές τους   ἂν χρειαστεῖ   θὰ τραβήξουν τοὺς σπάγους καὶ πρὸς στιγμὴν αὐτὰ θὰ ὑπακούσουν   ὥστε κανένας φόβος καὶ νὰ παραπέσουν ποὺ ἐξωκοίτησαν διότι παραδίνονται ἄνευ ὅρων
    Παραδίνονται ὅπως ὅλοι οἱ νικημένοι κατὰ κράτος.


  • ΟΡΙΟ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ

    Μυσταγωγία εἶναι κι ὅταν
    Δυὸ ἀδελφὲς ματιὲς ἀλληλοσφάζονται


    ῎Εξω ἀπὸ τ᾿ ἅγιο βῆμα
    Ἀθώα καμιά.


  • ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

    Γυρω στὴ μέση της
    ῾Η πείρα
    Ζωσμένος πύθωνας.


  • ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ

    Α´
    ΑΣΕ τὸ σῶμα σου νὰ ταξιδεύει ὅπως τοῦ μάθανε
    Στὴν πυξίδα του ἐγὼ ν᾿ ἀπελπίζω τὴν καίρια ὑπερβολή.


    Β´
    ΤΟ χέρι μου
    Σὰ στὸν ἀφρὸ τοῦ ὀνείρου σου
    Σὰ σὲ διχάλα πεύκου ποὺ μετέστη
    Σὰ σὲ χαλίκι ἀπὸ βυθὸ ποὺ φῶς δὲν τὸν διαφάνεψε ἀπ᾿ αἰώνων
    Στὰ μαλλιά σου


    Εἴμαστε λοιπὸν ἕτοιμοι νὰ βγοῦμε ἀπ᾿ τὸ νερό   εἴμαστε ἕτοιμοι
    Νὰ δοκιμάσουμε τὰ φροῦτα.


    Γ´


    ΝΙΩΣΕ κοιτάζοντάς με τὸ ἀποτέλεσμα
    Τίποτε ἀπρόβλεπτο ἢ τυχαῖο   τὰ κύματα
    Τῶν γαγατένιων πλατανιώνων στὰ ψηλὰ χωριά
    Νιῶσε τὰ στίφη τῆς ὀρδῆς   στὸ διάβα τους
    Ἀπανθρακώσου γιὰ νὰ μείνεις ἀνυπόταχτη
    Ἀπανθρωπίσου
        ἐξοβελίσου στὴ φωταύγεια.


  • ΟΙΚΕΙΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

    ΚΑΙ τὰ πώρινα λόγια σου
    Δὲν εἶναι παρὰ μέθεξη σὲ μιὰ ἱερογαμία
    Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ σιλουέτα σου
    Εἶναι βαριὰ κι ἀδόλεσχη
    Καὶ μιὰ λοξάδα τῆς συγγνώμης της
    Αὐτή ᾿ναι ποὺ μυρίζει
    Τὴν ἄατη κι ἀάατη σποδό μου
    Κίτρινα παρλιαμέντα   ἐρείπια
    Παλιῶν σιλὸ καὶ σιταποθηκῶν στὴ Σικελία.


  • ΑΞΙΟΝ

    Α! Η ΓΥΝΑΙΚΑ αὐτὴ ἡ γερμανική


    Μ᾿ ὤμους πλατεῖς   καὶ τὰ λαγόνια της
    Κρηπίδωμα τοῦ ἀγέρα   ἑσμὸς τῶν πάρωρων


    ᾿Ελέησέ με Πότνια ἀξίωσέ με
      Ρίξε με στὸ ἀφρόγαλα τῆς ρυπαρότητας
    Δῶσ᾿ ὅ,τι πρέπει (ὄχι πλεόνασμα)
      Γονο Ξαςγισο Ωεπεσ   αμ νυξδο!


    ο γυμνοσ αντρασ   ο ανυπερασπιστοσ
    Ἀξίωσέ με   ἡ Πάνοπλη!


  • ΣΙΧΑΜΕΡΗ ΑΛΑΛΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

    Τα λόγια φτιάχνουν καὶ χαλᾶνε τὴ ζωή
    Μ᾿ ἔργα βαριά   τὸ ἀκάθιστο ἀεράκι τους
    Εὐγνωμοσύνη πάθος μεταμέλεια πῶς τὰ λές
    Ερωτα ἀμείωτο τόσα χρόνια
    Καθὼς οἱ πράξεις σὰ μνημεῖα πρωτόγονα
    Προκατακλυσμιαῖα πορώδη ἀκίνητα
    Δὲν ἔχουν πεῖ   δὲν τὸ μποροῦν
    Δὲν καταφέρνουν τίποτα μέσα στὴν ἀλλαγή;


    Μὲ λόγια ἂς πῶ μονάχα αὐτό
                  τὸ εὐχαριστῶ
    Ποὺ μάκρυνες γιὰ μένα τὰ μαλλιά σου.


  • ΕΜΠΙΣΤΕΥΣΗ

    ΤΥΦΛΗ κι ἀστόχαστη ἀναμέτρηση
    Μὲ μιὰ φιλάργυρη ψυχὴ ποὺ ἀργοπορεῖ χωρὶς νὰ θριαμβεύει


    Μιλᾶς καὶ πάντα σοῦ ἀποκρίνονται φωνὲς ποὺ ἔχεις ξεχάσει
    Εσυρες τὸ νυστέρι σου διαμέσου πρωινῶν ἐτῶν καὶ χωματόδρομων
    Η ἄλλη ὄψη τῆς ποινῆς ἡ ἀδικία
    Εφτανε «ἀπόφαση» στὰ χείλη σου κάθε αὐτοτιμωρία
    Η ταραχὴ κατόπιν μὲς στὸ ἔδαφος κρυβόταν σκόρπιο ἀμμοκονίαμα
    Σὲ ἀπίθανους πτυχοπυρῆνες
    Κι ἕνα βουνὸ στοιβάζονταν ἐντός σου οἱ διαμαρτίες
    Πάντα σου ὑποταχτικὸς τοῦ ἀνεμοδάρτη
    Κείνου ποὺ σχίζει τοὺς γιαλοὺς καὶ κόβει λόγγους μὲ τὸ γόο του
    Στὸ μέτωπό σου ἐπιδέξιοι ἐπιστήμονες
    Χαρτογραφῆσαν τὸ σκοτάδι.


  • ΣΤΗΝ ΚΑΜΑΡΗ ΤΗΣ

    Ἀπόψε κυρὰ νύφη
    Τῆς πεθερᾶς σου ὁ γιὸς
    Θὰ μπεῖ ξεσπαθωμένος
    Σὰ φίλος σὰν ὀχτρός.
    Δημοτικό



    ΔΕΡΜΑ παλάμης ὑγρὸ
      Καὶ ράχη τρυφηλή λεπτόγαια χέρι μακροδάχτυλο
    Πάνω σου τὰ σιγίλια τῆς ὁμίχλης
      Ματιῶν ἐρεθισμένων κι ἀπὸ ποτὲ ὀμορφότερων
    Ποὺ σφούγγισες μὲ τὴν ἀνάστροφη πρὶν λίγο
      Μὲ χάρη ἐλάχιστη παιδιάτικα
    Σὲ λίγο θὰ παλέψεις μὲ τὸ δαίμονα
      Καὶ θὰ γεμίσεις πάλι
    Ξέχειλα τὶς ραγισματιὲς τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἀφίεται
      Μὰ ἐγὼ γιὰ μιὰ φορὰν ἀκόμα ὡς θὰ σὲ νιώσω
    Βραχνὰ σφιγμένο στὸν αὐχένα λείχοντάς σε
      Θ᾿ ἀρκέσει αὐτὸ μονάχα
    Θωπεύοντας μιὰν ὀπτασία καπνοῦ
      Θὰ ξαναγειάνω
    Τὶς χαίνουσες πληγὲς
      Ποὺ δόξα βίας ἀρχαϊκῆς
    Καὶ πάνοπλου φεουδάρχη θρίαμβος σοῦ χαρίσανε
      Γιὰ νά ᾿σαι
    Κάτι μηδαμινό   κάτι   ἕνα τίποτα
    Λιγότερο ἀπὸ φαντασμαγορία παρθένας.


  • ΕΞΟΔΟΣ

    Στο βάθος παραμένει ἀλύγιστη μιὰ θέληση ζωῆς καὶ μιὰ κατάρα
    Εκεῖ ποὺ οἱ στίχοι γύρευαν δικαίωμα


    Προβαῖναν ὅμως τὰ δυὸ χέρια σου
    Μὲ τὴ ρυμοτομία τους   κανονικὴ κι ἀλάνθαστη
    Καὶ πάντα ξέφευγες ἐσὺ μὲ μαεστρία


    Ερχεται πάντως ἡ καρδιὰ πάλι στὴ θέση της
    Στὶς ἀρτηρίες μου κυλᾶ τὸ αἷμα πάλι
    Μηδαμινότατη διακύμανση   παλιὰ κι ἀνούσια ἱστορία
    Συμβαίνει σ᾿ ὅλους.


  • ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ

    ΜΕΝΕΙ
    Ἀδέσμευτη ριπὴ ὁ ἄνεμος μὲς στὰ χέρια μας
    Κι οὐρλιάζουν ἀκατάπαυστα στὸ ἑρμάρι
    Μιὰ ἑκατοστὴ στιγμιότυπα ἀπὸ ζωὴ
    Ποὺ λάφυρο τοῦ ἐδόθη


    Δρόμοι τῆς πόλης ποὺ ἀντρωθήκαμε
    Τραγούδια-γράμματα ποὺ σοῦ ᾿στελνε ὁ πατέρας
    Παραθερίσματα στὸν τόπο τῶν μουσσώνων
    Γωνιὰ καμιὰ ἀφοῦ χάσαμε σὲ γρίφους τ᾿ ἅγια χνάρια μας
    Νὰ δοῦμε τί;   τὸ ψευδοδύναμο
    Τὸ ἀκόλαστο λαμπάκι;


    Νά δυὸ στιγμές   ἐφημερεύοντας
    Πενήντα-τόσα χρόνια στὴ βιοπάλη μιὰ ψυχὴ
    Καὶ τὸ ἀστικὸ παχνὶ ὅπου παχνιστήκαμε
    ῞Οταν ὁ νοῦς μας ἔραβε σαράντα πῆχες σάβανο


    Νά κι ἄλλες δυό   μιὰ εἰκοσαέτιδος
    Καὶ τῆς αὐτῆς ὅτε παιδίσκη


    Κι ἄλλες   ὅπως ξεκοκαλίζεται ἡ ζωὴ σὲ πρὶν καὶ σὲ μετά
    Μὰ περισσότερο διναμι τισ αμαθιασ


    Λαλιά μου σήκω τώρα ἂν τὸ μπορεῖς
    Στὸ λαμπερὸ κερκίδωμα σημαιοστολίσου κι ἐκτοξεύσου
    Σ᾿ ἀκολουθῶ ἀνεβαίνοντας στὴ σιγαλὴν ἑσπέρα


    ῍Αχ νήματα τῆς θέλησης
    Σιμὰ στὸ ὅριο θραύσης.


  • ΚΡΑΙΠΑΛΗ (Pasticciaccio)

    Γύφτινοι μῆνες ὀρεινοί
    Λοφίσκος παρακεῖ τὸ Χρέος
    Πού ᾿χαν φορέσει γιὰ ποινὴ
      ῞Ενας μοιραῖος


    Τῆς γειτονιᾶς μας ὀρμαθὸς
    Ἀληταράδων σὲ παγκάκια
    Κι ἕνας μορμόνος ἀγαθὸς
      Μ᾿ ἑφτὰ τασάκια


    Τὸ τελευταῖο   μπορεῖ νὰ πεῖς
    Τραγούδι της ἀπ᾿ τὸ βαένι
    ᾿Εκπέμπει ἡ λυρικὴ πανὶς
      Μὰ δὲν πεθαίνει


    «Μόνοι κινήσαμε   γυμνοί
    Μὲ τὴν κατάρα τῶ γονιῶ μας
    Καὶ βρίζουντα σ᾿ ἕνα χουνὶ
      Τῶν ὀμματιῶ μας


    »Πήραμε   κ᾿ εἴχαμε κοντὰ
    ῞Ενα φτερό ἕνα τάλιρο κ᾿
    ῞Ενα καημὸ   σὲ στὶλ DaDa
    ῍  Η σὲ ἦχο Rock.»



  • ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ

    ΒΕΒΗΛΟΙ στίχοι βέβηλοι
    Ἀδύνατο νὰ μὴν τὸ ἐμπιστευθῶ
    Μὲς στὸ μελάνι ἐκείνη ὠχρή
    Ξωθιὰ τῶν περαζούμενων καιρῶν
    Ἀλύγιστη ἀναθέρμαινε τὸν πόθο
    Κι ὅ,τι ἂν πεῖς
    Σωματικὴ
    Προπάντων   τώρα μόνο
    Τὸ τρίξιμο ἄκουγε τῆς πύλης
    Οἱ δυό μας ἄντικρυ ὅπως μᾶλλον οὔτε τότε
    Μ᾿ ὅλους νὰ ζοῦνε
    Μὰ νὰ λείπουν


    ῍Ας μὴν τολμήσω ἀσέβεια τέχνης πρὸς τὸν ῎Αγγελο
    ῍Ας πῶ μονάχα πόσο ἐγρήγορα ἤτανε τὰ μάτια
    Κάτω ἀπ᾿ τὰ βλέφαρα τὸ σῶμα της
    Πῶς κράταγε τὲς αἴσθησες ξυπνὲς
    Καὶ πόσο γλυπτικὰ τὸ ντύμα ἐπτύχωνε
    Κρουστὸ κι ἀνάλαφρο φουστάνι


    Γιατ᾿ ἦταν καλοκαίρι   παρατείνονταν
    ῾Ο θρίαμβος τοῦ ῾Ηλίου
    Μέσα στὴ ζέστη.


  • ΤΑ ΣΙΓΑΡΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΤΗ (Μιὰ Σκέψη γιὰ Σύντροφο)

    Δεν ἤξερα τί νὰ τὰ κάνω στὴν ἀρχή
    Τὸν ἀντιπροσωπεῦαν καὶ τὸν δολοφόνησαν
    Μάλαμα πῆραν καὶ μοῦ ἀφῆσαν στάχτη
    Εδῶ τὸν ἤθελα νὰ τὸν μαλώνω ποὺ δὲν τά ᾿βγαζε ἀπ᾿ τὸ στόμα
    Ηταν καπνὸς λοιπόν; αὐτὸ ἦταν ὅλο;
    Αχ ὕπαρξη   ποὺ ἀπὸ τὸ ἀνύπαρκτο μικραίνεις


    Δὲν τὰ πετῶ λοιπὸν   γιατὶ ἀκάπνιστα ἔτσι
    Καθὼς μέρα τὴ μέρα μοῦ ξεραίνονται ἀλλὰ βρίσκονται κοντά μου
    Μοιάζουν ἡ εὐχὴ ποὺ περιττεύει πιὰ νὰ ξεστομίσω.


  • ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΟ ΦΡΑΓΜΑ

    Νεαρε πόθε
    Κροκαλοπαγὴ ἀδερφέ
    Λαλούδι περιφημισμένο πού ᾿πιες θάλασσα
    ῾Ηλιόσπορε στὶς στράτες τῶν μεγάλων ὕπνων
    Χαλύβδινο ὄρος
    Προύχοντα χαμένου λαοῦ
    Καὶ τώρα μάννα ἀφιερωμένη
    Πρηνέστατε κῆπε   ὢ ἀφθέντη τῶν ὑδάτων
    Μὴ στέκεσαι στὸν κομπασμό
    Φύγε ποὺ ρίζωσες Προκρούστη   δράμα νεότατο
    Μὴ μοῦ χαρίζεις ἕνα μέτρο τόσο ἀπάνθρωπο
    Φύγε κραυγὴ τοῦ μεταλλεύματος
    Ρῆμα διαμιᾶς καὶ τέλος
    ῍Ω Ἀνάσχεση!


  • ΕΞΟΔΟΣ ΜΕ ΛΙΓΑ ΚΥΒΙΚΑ

    ΦΥΛΑΞΟΥ γιατὶ παίρνει χρῶμα ἡ γύρω φύση
    Σὰ μεγαθήριο σ᾿ ἔχει ἡ ἐξέγερση πλευρίσει
    Σιγή   πετάει ἕνα πουλί   βούκινο ἕνα βαπόρι
    Καὶ τώρα ἀκούγονται σκυλιὰ καὶ μισθοφόροι


    Ζυγώνουν   ἔρχονται νὰ σπείρουνε τὸν τρόμο!


    Γῆ ταραγμένη ἀπὸ σκιρτήματα θανάτου
    Κάμπος πλατὺς ποὺ φαρμακῶσαν τὰ νερά του
    Γκριζαρισμένα ἀπὸ τὸ θειάφι καὶ τὸ νέφτι
    Μιᾶς ἄστοργης βροχῆς κακοῦ πού ᾿δες νὰ πέφτει


    ᾿Εδῶ χαιρέκακα σταλμένη ἀπὸ τὸ νόμο


    Μ᾿ ἄλικο φίλτρο τραβηγμένα σὲ κοιτᾶνε
    Πρόσωπα ἀσάλευτα καθώς   μικρὲ λαοπλάνε
    Χάνεσαι μέσα στὴ θεόρατη νεφέλη
    Καὶ μιὰ πομπὴ τὰ λάβαρά της ὑποστέλλει


    Θωρώντας σε   δεντρὶ φτενὸ γιὰ τὸ λοτόμο


    Θεὲ τῆς ἀνυπακοῆς   σ᾿ ἄγνωστο δρόμο


    Μ᾿ ἀπανωτὲς ἐκρήξεις καταμῆκος τῆς ἀσφάλτου
    Πρόσταξε «Χίλια!» στὸ λευκόχρυσο πεντάλ του.


  • ΠΡΩΙΝΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ

    ΟΧΙ δὲν ἔχω γεννηθεῖ γιὰ τὴ μελαγχολία
    ῞Ωρα νὰ πάψει ἐτοῦτο τὸ μονότονο τραγούδι ἐτῶν
    ῾Υπάρχει ἔξω ἀπὸ μένανε ὁ καιρός
    Καὶ πάνω ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ μόνο φθείρεται
    Τὸ θαῦμα τῶν σωμάτων
    ῞Ο,τι πνευματικότερο χάρισε ὁ οὐρανὸς
    Στὰ πλάσματα ποὺ κλαῖνε γιὰ νὰ παίζουν.


  • Η ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ ΤΟΥ ΨΑΡΑ-ΖΩΓΡΑΦΟΥ

    Καποια φορά   κάποιον καιρό   ἕνας ψαρὰς-ζωγράφος
      ῎Ελεγε ἀτός του «Καθετόσο
    »Ψαρεύω στὰ νερὰ τούτης τῆς θάλασσας
      »Κι ἀνακαλύπτω τὴν Κακία της
    »Μὰ πότε θὰ τὸ πάρω ἀπόφαση
      »Πῶς εἶναι θάλασσα-ἐγωίστρια;»


    ᾿Ετοῦτος ὁ ψαρὰς τὰ δίχτυα του
      Τὰ στόριζε περίφημα   ποὺ λὲν
    Εἶχε τὰ τέλεια δίχτυα   ἰδεατὲς
      Πλεχτάνες γι᾿ ἄλλα ψάρια
    Μὲ βλεφαρίδες καὶ σκιὲς
      Καὶ τὸν ἀρχαῖο κοπετὸ στὴν προστασία τους


    Λοιπὸν αὐτὸς περιπλανήθηκε
      Στὴ φρυκτωρία τῶν τενάγων   τῶν παθῶν του
    Οἱ δισυπόστατες φρικτές του ἐξαπάτησες
      Εἰσέλαυναν ἀργὰ-βουερὰ
    Στὴν πνιγηρὴν εὐαισθησία του
      Καὶ προσπορίζονταν τὸ αἷμα καὶ τὴ νιότη του
    Ἀνταποδίδοντας ὀδύνη


    Ἀχά! δυσώνυμε ψαρά
      Οἱ ἀνυφαντάκοι ποὺ ζωγράφιζες σ᾿ ἀδράξανε.


  • ΠΟΙΗΜΑ ΓΙ᾿ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΩ ΓΝΩΡΙΣΕΙ

    Το πιὸ καλό   νὰ λησμονᾶς μὲ τὸ τραγούδι
    Νά ᾿χεις ἕνα σκοπὸ στὰ χείλη σου κι ἕνα ρυθμὸ σ᾿ ὅλο τὸ σῶμα
    Πῶς ὅμως νὰ χαθεῖς τελειωτικὰ μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀλλούτερο τοπίο
    Πεδιάδα ὁλόκληρη   ἁπλωμένο σὰ μαντίλι
    Μὲ τοὺς κρυμμένους προβολεῖς καὶ τὴ θανατερή του τὴ μονάξια
    Πῶς νὰ ὑψωθεῖς   ἂν χρειαστεῖ   πῶς νὰ ὁπλιστεῖς γιὰ νὰ χαλάσεις
    Τὸν οἰκουμενικὸ τοῦτον ἱστὸ ποὺ φτάνει ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς στὰ ὅρια τῆς ματιᾶς σου;


    Κάθομαι τόσον ἥσυχος κι ἀπόμακρος   χώριος στὰ δυό
    Καὶ συζητᾶνε τὸ μισὸ καὶ τὸ μισό μου ἀπελπισμένα
    Συρίγματα μινυρισμοί περαστικὲς κουβέντες   ὅλα τὰ μελετᾶν τὰ ρουφιανεύουν
    Οἱ ἐξατμιστῆρες καὶ τὰ κλάξον ἔχουν κάτι τὸ αἰωνόβια-κοσμικὸ
    Κι οἱ ἀνθρῶποι ποὺ μᾶς ἀγαποῦν φέρνουν τὴ μπόρα καὶ τὴ θύελλα
    Οχι πὼς προλαβαίνουν νὰ σκεφτοῦν γιὰ τὸ κακό σου   ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός σου ἐσύ


    Μᾶς περισφίγγει ὁλόγυρα ἡ παρεκτροπὴ
    Οπως τ᾿ ἀσπράδι τοῦ ματιοῦ τὴν κόρη»   ὡς θά ᾿λεγε κι ὁ ῎Αραβας ποὺ ξέρετε


    Τί ἀσυνάρτητα λοιπὸν ποὺ τραγουδῶ   κι ἀντὶ νὰ λησμονῶ θυμᾶμαι κι ἄλλα.)


  • ΑΦΟΡΜΗ: ADULTERIUM

    ΜΠΡΟΣΤΑ στὸ ἴδιο καφενεῖο ποὺ κάποτε
        Βρεθήκαμε κι οἱ τρεῖς καὶ στὸ πλευρό της
    Βυθίστηκα διπλώνοντας τὰ δυνατὰ φτερὰ τῆς ἡλι¬κί¬ας
        Οἱ κακομαθημένοι τοῦ δελτίου τὴν ἔδειχναν
    Κάτω
        Θολό ξεδιάντροπο ταξιδεμένο ἀπίθανα κορμί
    Δίχως τὴ μπουκαδούρα ποὺ ἀνασαίνανε
        ᾿Εκεῖνα τὰ μαλλιὰ κι ἡ δόλια
    Ψυχὴ πουλιοῦ τῆς ἐρωτιᾶς ποὺ δὲν ξαπόσταινε


    Λύγιζα τότε μὲ τὰ λόγια ἑνὸς ἀνθρώπου τῆς καρδιᾶς
        Ποὺ κάθονταν ἀντίκρυ
    Χαϊδεύοντας ὡς μίλαγε τὸ μάρμαρο
        Καὶ τήκονταν τὰ μάτια του ἀπὸ φῶς


    Καὶ μονομιᾶς ἡ γεύση της
        Διανεμημένη σ᾿ ὅλες τὶς αὐλόπορτες
    Λὲς καὶ δὲν ἦταν μυστικὸ κι ὁλοδικό της


    Καὶ τὴν ἐπαύριο   ἔπειτ᾿ ἀπὸ χρόνια
        Οἱ γαλατάδες τοῦ κακοῦ
    Φέρανε πάλι ἀλλουχειρότερο ὣς τὶς ἐσχατιὲς
        Τῆς πολιτείας τὸν τρίτο
                        θορυβώδη ἐπιδειξία
    Ποὺ πυροδότησε τὴ σταδιοδρομία του
        Μ᾿ ἕναν ἐκβιασμό   τὴν παραγέμισε
    Μ᾿ ἕνα σωρὸ ἐξαπατήσεις
        Καὶ γηρατειὰ προχωρημένα τήνε στέγασε
    Μ᾿ ἐξαγορὲς νεαρῶν ἱεροδούλων
                          (Μπάλσαμο γλυκὸ
        Γιὰ τὴν ἱερὴ σκιὰ τοῦ νομισματολόγου)


    Τὸν βλέπω δίχως νὰ μὲ βλέπει   τί ὠφελεῖ;


    Ὀρυμαγδὸς ὁλάκερης ζωῆς ἄδικος κόπος
        Γύρω του σφίγγεται ὁ κλοιὸς
    Ποὺ δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ καταργήσει
        Κι ἄθαφτο πολυκαιρισμένο βλέπω ἐδῶ τὸ λείψα¬νό του
    Χωρὶς ἀποφορά
        Καὶ μέσα στὴ θεότρελη ἐρημιὰ
    Ἀπὸ τὶς δυὸ πληγὲς στὸ στέρνο μου
        Καθὼς ὁ κάθε ἀνυποψίαστος
    Μαθαίνω τὸ δικό μου θάνατο κατάσαρκα   ἐπειδὴ
        I tried to make   me too
    A minimo
            paradiso
                  terrestre


    Ὅμως αὐτὸ τὸ καλοκαίρι δίχως δέντρα
        Δίχως πουλιὰ κι ἄλλα πετούμενα
    Τὸ μυρισμένο ἀγέρι ἐμπόλεμων καιρῶν
        Μηνᾶ ἕνα θάνατο γλυκότερο
    Σ᾿ ἕνα ρηχὸ φθινόπωρο μόλις ὑποφερτό.


  • RES EXTENSA

      ΠΟΛΗ δὲν εἶναι ἡ μουσική της
      ῾Η ἐδαφικὴ μορφολογία ὁ οὐρανός της
      Μὰ λίγο οἱ ἄνθρωποι   τὰ κτήρια πιθανόν
      Καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα οἱ δρόμοι ποὺ μιμοῦνται τὴν πατρίδα
      Τίποτα περιττὸ δὲν προλαβαίνεις   μήδ᾿ ἐγὼ
      Ν᾿ ἀποκομίσω ἐντυπώσεις τοὺς περπάτησα
      Μὰ γιὰ νὰ φέρω σὲ λογαριασμὸ ἄσκοπες μέριμνες
      Πλησίον ἢ ἐραστὴς ἢ πινελιά (μὲ μαῦρο) τοῦ Σευςατ
      Καὶ γεύτηκα τὸ φευγαλέο ποὺ ζημιώνει ποὺ δαγκώνει
      Σπασμένα ὁδοστρώματα κι ἀνώμαλους κυβόλιθους
      Λωρίδες παραμερισμένες ἀπὸ ξαφνικὲς τροχοπεδήσεις


      Χαζέψαν τόσοι πάνω ἢ δίπλα τους   οἱ ἄλλοι
      Σὲ φυλακὴ βαθιὰ στὴ γῆ παραχωμένοι
      ῍Η ἀποκλεισμένοι σ᾿ ἕναν πύργο μὲ γυναῖκες (ὅ,τι ἀξίζανε)
      ῾Η περιούσια πόλη μέμφεται καὶ παραδίδει τοὺς καρπούς
      Χιόνι γυαλιστερὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ πέλματα
      Scribendi in lingua vetera
      Κατὰ τὰ ἔργα του καθέναν κρίνει


      Οἱ κάτοικοί της ὅλοι στ᾿ ἄμφια τὴ διασχίζουν
      Μὲ τὴ νηφάλια τάξη ποὺ μπορεῖ νὰ περιμένει
      Καθὼς κρατοῦν τὴν ἱστορία κι αὐτὸς ποὺ θὰ χαθεῖ
      Κινᾶ μὲ κλῆρο καὶ λαὸ νὰ στήσει ἀπελπισίες
      Θὰ πεῖ τὸ πῶς κι ὁ μύλος θὰ γυρίσει
      ῞Ενας αὐτὸς κι οἱ πόλεις δυό τὸν κάνουν τὸν ξεκάνουν


      ᾿Εραλδικὴ μητρόπολη μήτρα χωρὶς γονεῖς
      Σ᾿ ὥρα καλή   μὲ φθινοπωρινὰ ἰδιόχρωμα
    Ποὺ ξεκολλάει ἀπὸ τὰ κράσπεδα ὁ Νοτιάς
    ῍Ω πῶς σὲ τρέμουν οἱ φιλόσοφοι καὶ λύνουν τὶς ἐνέδρες τους
    Καὶ πῶς τὰ σιδερόχτιστα τῆς φαντασίας παιδιὰ φλογίζεις
    ῍Ω Νινευῒ ἀπ᾿ τὸ τραῦμα σου ἀθεράπευτη
    ῍Ω τρυγημένη ἀπὸ τὸ μύθο
    Μ᾿ ἕνα μονάχα πάταγο μ᾿ ἕνα μακρόσυρτο λυγμό


    Καιρὸς ν᾿ ἀφήσεις τὸν ἀπόμερό σου κῆπο
    Ἀδειάζοντας τῆς τέχνης σου τὰ ματωμένα κοῦρσα
    Καὶ ρίξε κάτι ἀπάνω σου ὅμως ὄχι
    Τὸ τρίχινο καπότι «τῆς δεκαετίας»
    Ποὺ γρήγορα θὰ λιώσει μόνο βιάσου
    Καιρὸς ν᾿ ἀφήσεις τὸ κηπάρι καὶ νὰ πεῖς
    ῎Εστω καὶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸν καθρέφτη αὐτὸ τὸ θάμβος μὲ τὸν κίνδυνο
    Κάποτε νὰ σ᾿ ἀπεικονίσουν δίχως στόμα


    Νὺξ animæ magma   sulle strade dell’universo
    ῞Οπου μπορεῖ νὰ ζωντανέψει ἡ λεγεώνα


    Οἱ δρόμοι της ἀπορροφοῦν τὰ βήματά μας
    Κι ἡ ἐμπειρία ποτὲ δὲν ἐπιστρέφει ἀπὸ τὰ ἔγκατα
    Πάλι καλὰ ποὺ ἡ μνήμη τὴν οἰκεῖ
    Καὶ χάνεται μαζί της   μ᾿ ἕνα μονάχα βρόντο
    Καὶ τὴ μυριόστομη ἰαχή
                  σὰν κάθετο θυμίαμα
    Δίκοπο ἀστροπελέκι.


  • ΠΡΟΒΟΔΙΣΜΑ: LADYLOVE

    ΓΙΑ κείνη ποὺ εἶναι τρεῖς ὡ ς π ρ ὸ ς τ ὸ σ ύ ν ο λ ο
    Μὰ συνοψίζει περισσότερων τὶς χάρες   Εἶσαι   ἂς πῶ
    Τὸ εὐγενικὸ αὐτὸ δῶρο


    Τὸν ἔρωτά σου ὅπως δὲ γύρεψες ἀπόλαυσα   τὸν ἔρωτα
    ῞Ησυχο ποταμάκι στὰ ριζὰ ἑνὸς ὄρους ποὺ ἔχει φάει σιγὰ-σιγὰ
    Κι ἀπὸ τὰ μεταλλεύματά του δηλητήριο πλημμυρίσει
    Μὰ πόσο ἀκόμη τ᾿ ἀγαπῶ καὶ τὸ μαντεύω
    Πόσα προσμένω ἀνήμερος κι ἀκάτεχος
    Στὶς ἐκβολές του.