Μίλησε γλώσσα!
ΟΥΤΕ ἡ τύχη οὔτε ἡ εὐπείθεια οὔτε ἡ γραφομανία ἦταν γεννήτορές τους (καὶ μοναχὰ γι᾿ αὐτὸ φιλέρημα) μήτε κι ὁ νέος ποὺ τά ᾿γραψε εἶναι πιά δόξασοι ὁ θέος
Ἀφοσιωμένος ἀπαρχῆς στ᾿ ἀρχέτυπά τους ἐπὶ χρόνια ἔλεε μάχονταν τὴν παγκόσμια ἀράχνη ὅποτε συνειδητοποιοῦσε ὅτι ἔχανε τὴν ἀπαιτούμενη σοφία πίστη κι ἀγάπη βαλνόταν στὴ συσσώρευση ἐκείνου ποὺ δὲν εἶχε κιόλας σπαταληθεῖ μέσα στὸ νόθο πράμα τὸ πολύ κι ὅσο τὰ ὄνειρά του ἀρδεύονταν ἀπ᾿ τὴν εὐδία τῶν ἀζημίωτων πηγῶν ἐξαγόραζε τὶς ἀπώλειες μὲ στίχους ἔτσι συνολικὰ ὀνομάζονται ἀπολιθώματα τοῦ ὑπερθεάματος ποὺ ὅλοι θρηνοῦμε
Τὸν συμβιβαστικό τους αὐτουργό (τόσο στὸν ὀρθολογισμὸ παγιδευμένον ὅσο σὲ ἰσορροπίες ἐχθροπαθή κι ἐφιαλτικὰ ταυτόχρονα μουσόληπτο) ἀνέκαθεν συνήρπαζε (τὸν ἀποσποῦσε ἀπὸ τὴν ἀχιλιὰ τοῦ ἐνταῦθα) μιὰ γνώση ἀκληρονόμητη γιὰ τὴ μυθολογία τῶν ἀνθρωπίνων πόθων κι ἂν ἤξερε ἀπ᾿ τοὺς πόθους του μὲ τέχνη νὰ ξεφεύγει ὡστόσο λύγισε (στ᾿ ἀλήθεια ἡ αὐτοκαταστροφὴ δουλεύει ἀόρατα δυνάμεως παρὰ φύσιν ἔκτρωμα κι αὐτή) πιότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ὁ ἴδιος μολαταῦτα βασανίστηκε μὲ τὶς κοινὲς δηώσεις τῆς εἰρήνης ἔδεσε στὸν τροχὸ πολλούς του προσφιλεῖς οἱ τύψεις δὲν ὠφέλησαν ποτέ (πόσο πονάει μιὰ πιρουνιὰ τὸ πρόσκαιρο σαρκίο;) γιὰ κείνους πάλι ποὺ τὸν πίκραναν ὄντας οἱ κακοαγαπημένοι του κάποτε πάρθηκεν ἡ ἀθέλητη ἐκδίκηση τῆς ἠθικῆς ὑπνολαλίας (πόσο κακὸ νὰ κάνεις σ᾿ ὅποιον δὲ θανάτωσες ἀπάνω στὴ σκηνή;) ὁπότε κάμποσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς-ἐδῶ τοὺς στίχους ὠφελήθηκαν χάνοντας κάθε ἐπικαιρότητα ἢ ἔννοια πρόκλησης κι ὅ,τι ἡ μορφή τους ἔδειχνε ἀποτρόπαιο μιὰ φορά ἀνυπόφορο κι ἐπάρατο γίνηκε τώρα κάτι οἰκεῖο εὔπλαστη ὕλη δεδομένο ροῦχο ποὺ δὲ μᾶς κακοφαίνεται ὅπως στὴν ἀρχή καὶ ἡ ἄποψή τους γιὰ τὸν κόσμο ἐχθροὺς δὲ βρίσκει φυσικά (ἀπληστία ἐννοῶ καὶ ἰδιωτία) τί νὰ εὐχηθεῖς δὲν ξέρεις τὸ ἄγριο παρὸν μὲ τὸ σαράκι ποὺ σὲ τρώει; γιά τὸν αὐριανὸ ἐναγκαλισμὸ ποὺ δυναμώνει μὲ τὴν ἀποχύμωση τὸ ἀφράτο χῶμα ὅπου μεμιὰ κατέβηκε ἡ ἰκμάδα σου; νὰ βρέχει ὅμως νὰ βρέχει πάνω στ᾿ ἄγονα χωράφια ἀδιάπαυστα ἀδιακρίτως σιγανὰ καὶ συνεχόμενα γιατὶ ἔχοντας ἀλλάξει ὅλο τὸ μέσα ἀπ᾿ τὴ μὴ-πρόσκαιρη εὐτυχία ἰδού ποὺ συνθηκολογήσαμε ὁμοθυμαδὸν μὲ τὴν ἀξιοθρήνητη κακομοιριὰ τῶν ἄλλων φτάνει νὰ μὴν ξέρουμε — τίποτα κρυφό μελοδραματικὴ ὠρυγή μου!
Ας περιδιαβαστοῦν λοιπὸν ὡσὰν ἐκθέματα μουσείου ποὺ ἀποκαλύπτονται μονάχα σὲ μυημένους ἂν πάντως κάποτε ἀναζητηθοῦν οἱ ἀφετηρίες τῶν ἀγγελικῶν διαδρομῶν (ὣς τὰ ἔγκατα) πονήματα καθὼς τὰ ἐνλόγω μᾶλλον δὲ θά ᾿ν᾿ τελείως ἀδιάφορα στὸν οἰστρηλατημένο ἀνθρωποδίφη οἱ βίαιες ἐντυπώσεις ἀπ᾿ τὴ βασιλεία τῶν προβατόσχημων κρατοῦν μιὰ θέση (ἐλάχιστα ὑλική) στὸ χρονικὸ τῆς ἀγωνίας ἔπειτα οἱ φίλοι πού ᾿χουνε δεῖ ὅλες τὶς κοψιές καὶ σιωπηλοὶ ἀλλὰ μὲ συμπόνια ὑπέφεραν βασταγερὴ τὶς οἰμωγὲς τὶς ἀναρίθμητες ἢ ἑνώσανε μαστιγωμένοι τὶς δικές τους ἂν χρειαστεῖ θὰ τραβήξουν τοὺς σπάγους καὶ πρὸς στιγμὴν αὐτὰ θὰ ὑπακούσουν ὥστε κανένας φόβος καὶ νὰ παραπέσουν ποὺ ἐξωκοίτησαν διότι παραδίνονται ἄνευ ὅρων
Παραδίνονται ὅπως ὅλοι οἱ νικημένοι κατὰ κράτος.